ξηρολουσία

ξηρολουσία
ξηρο-λουσία, ,
A taking a dry bath, i.e. in hot sand, Cass.Fel.76.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξηρολουσία — ξηρολουσία, ἡ (Α) λουτρό σε θερμή άμμο, αμμόλουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + λουσία < λούω), πρβλ. θερμο λουσία] …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”